- παρηγορία
- η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Αη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρηγορώ, ο μετριασμός τού ψυχικού πόνου και η ανακούφιση τού πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθίανεοελ.1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό πόνο2. (ιδίως στον τ. παρηγοριά) η μετάβαση και συνήθως η διανυκτέρευση τών φίλων στο σπίτι εκτιθέμενου νεκρού3. γεύμα που παρατίθεται στην οικία νεκρού μετά τον ενταφιασμό του, αλλ. μακαριά4. παροιμ. «παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του» — λέγεται στην περίπτωση απατηλών υποσχέσεων ή σχετικά με μάταιη ελπίδα ή αναμονήαρχ.1. παρόρμηση, προτροπή2. κατευνασμός, κατάπαυση («παρηγοριά τοῡ παροξυσμοῡ», Αρετ.)3. μτφ. ενίσχυση4. επώνυμο5. φρ. «ίση παρηγοριά» — ισηγορία*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρηγορία (> παρηγοριά) < παρηγορώ, ενώ ο τ. παρηγόρια < παρηγορώ υποχωρητικά].
Dictionary of Greek. 2013.